- εναριθμώ
- (Α ἐναριθμῶ, -έω)1. συγκαταριθμώ, συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, υπολογίζω («οὐκ οἰόμενοι δεῑν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῑσθαι τοῑς ἀγαθοῑς», Αριστοτ.)2. υπολογίζω, εκτιμώ, λογαριάζω3. θεωρώ σπουδαίο, λογαριάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναριθμῶ — ἐναριθμέω reckon in pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐναριθμέω reckon in pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐναριθμέω reckon in pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐναριθμέω reckon in pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… … Dictionary of Greek